λογιστικός

From LSJ
Revision as of 19:44, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Γῆ πάντα τίκτει καὶ πάλιν κομίζεται → Tellus ut edit, ita resorbet omnia → Die Erde alles gebiert und wieder in sich birgt

Menander, Monostichoi, 89
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογιστικός Medium diacritics: λογιστικός Low diacritics: λογιστικός Capitals: ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: logistikós Transliteration B: logistikos Transliteration C: logistikos Beta Code: logistiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A skilled or practised in calculating, Pl.Tht.145a, X.Mem.1.1.7; οἱ φύσει λ. Pl.R.526b; of a mathematician, AP11.267: Subst. ἡ -κή (with or without τέχνη), practical arithmetic, the art of arithmetic, opp. ἀριθμητική (the science of number), Pl.Grg. 450d, 451b, R.525a, al.; so τὸ -κόν Id.Chrm.174b; ἡ λ., opp. γεωμετρία, Archyt.4.    II endued with reason, rational, ζῷα Arist. de An. 434a7; [τὸ] λ. [μόριον τῆς ψυχῆς] ib.432a25; λ. ὄρεξις, opp. ἄλογος, Id.Rh.1369a2; τὸ λ. (sc. τῆς ψυχῆς) the reasoning faculty, Pl.R.439d, cf. Arist.Top.128b38; = τὸ βουλευτικόν, Id.EN1139a12.    2 using one's reason, reasonable, X.HG5.2.28, Men.Epit.541.    III -κόν, τό, expenses of the λογιστεία, Inscr.Délos395.13, 399 A96 (ii B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

λογιστικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειοςἔμπειρος περὶ τὸ λογίζεσθαι, εἰς ὑπολογισμούς, Πλάτ. Θεαίτ. 145Α, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 7· οἱ φύσει λ. Πλάτ. Πολ. 526Β· ἐπὶ ἀνδρὸς μαθηματικοῦ, Ἀνθ. Π. 11. 267· - ἡ λογιστικὴ (ἐξυπ. τέχνη), ὡς τὸ λογισμοί, πρακτικὴ ἀριθμιτική, «λογαριασμοί», κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἀριθμητικὴν (τὴν ἐπιστήμην), Πλάτ. Γοργ. 450D, 451B, Πολ. 525Α, κ. ἀλλ.· οὕτω, τὸ λογιστικὸν ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 174Β. ΙΙ. πεπροικισμένος μὲ λογικόν, λογικός, ἔλλογος, ζῷα Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 11, 2· τὸ λ. μέρος τῆς ψυχῆς αὐτόθι 3. 9, 5, Ἠθ. Νικ. 6. 1, 6, κ. ἀλλ.· λ. ὄρεξις, ἀντίθετ. τῷ ἄλογος, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 10, 7· - τὸ λογικόν, ἡ δύναμις τοῦ συλλογίζεσθαι, Πλάτ. Πολ. 439D, πρβλ. Ἀριστ. Τοπ. 5. 1, 5, κἑξ. 2) ὁ μεταχειριζόμενος τὸ λογικόν του, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 28.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne le calcul ; ἡ λογιστική (τέχνη) la science pratique du calcul ; ὁ λογιστικός XÉN habile calculateur;
2 qui concerne le raisonnement ; particul. qui raisonne bien, raisonnable, sensé.
Étymologie: λογίζομαι.