σκῆψις

From LSJ
Revision as of 19:44, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῆψις Medium diacritics: σκῆψις Low diacritics: σκήψις Capitals: ΣΚΗΨΙΣ
Transliteration A: skē̂psis Transliteration B: skēpsis Transliteration C: skipsis Beta Code: skh=yis

English (LSJ)

εως, ἡ, (

   A σκήπτω 1.2) pretext, plea, excuse, τοιάδε μέντοι σ. οὐ δόλον φέρει A.Ag.886; μὴ σ. οὐκ οὖσαν τίθης S.El.584: c. gen., κατὰ φόνου τινὰ σ. pleading some murder as an excuse, Hdt.1.147; σ. τοῦ μὴ τὰ δέοντα ποιεῖν a plea, excuse for not doing, D.1.6; σ. ἡ νόσος . . ἔδοξεν pretence, Luc.Merc.Cond.31; σκῆψιν ποιεῖσθαί τι to use as an excuse, Hdt.5.30; πρὸς Ἕλληνάς σφι σ. ἐπεποίητο Id.7.168; ἔχω σ. εὐπρεπεστάτην Id.3.72; ἐς ἄνδρα σ. εἶχ' ὀλωλότα (sc. τὰ τέκνα) E.El.29; σ. προτείνειν, δεικνύναι, ib.1067, Med.744; φέρειν PCair.Zen.110.5 (iii B.C., Pl.); τοῖς νέοις σκῆψιν φέρει E.IT122; σκήψεις καὶ προφάσεις ἐρεῖ D.19.100; opp. σ. ἐσδέχεσθαι, Ar.Ach.392; σ. παραδέχεσθαι Hyp.Eux.7; εὑρίσκειν D.21.81; διδόναι Arist. Top. 131b11; προβαλέσθαι, πορίσασθαι, etc., Plb.5.56.7, 5.2.9, etc.: acc. as Adv., σκῆψιν . . ἐλήλυμεν, ὡς . . Cratin.235.    2 plea in a lawcourt, ὅπως ἂν αἱ σ. εἰσαχθῶσι IG22.1629.205.    II σκῆψις or σκέψις, ἡ,= ἀπόσκηψις, Hp.Epid.6.3.23, cf. Gal.ad loc.(17(2).110) and 19.138.

German (Pape)

[Seite 897] ἡ, Grund, worauf man sich stützt, Vorwand, Ausrede, Entschuldigung; VLL. erkl. πρόφασις; so Tragg.: τοιάδε μέντοι σκῆψις οὐ δόλον φέρει, Aesch. Ag. 860; εἰσόρα, μὲ σκῆψιν οὐκ οὖσαν τιθῇς, Soph. El. 574; σκῆψιν προτείνουσα, Eur. El. 1067; εἰς ἄνδρα σκῆψιν εἶχε, El. 29; σκῆψιν ἐς ποίαν προβαίνων; Or. 747, u. öfter; ἀγὼν οὗτος σκῆψιν οὐκ ἐςδέξεται, Ar. Ach. 367; σκῆψιν ποιεῖσθαί τι, Etwas zum Vorwande brauchen, Her. 5, 30; φόνου σκῆψις, Anschuldigung einer Mordthat, 1, 147. 5, 30; σκήψεις καὶ προφάσεις ἐρεῖ· ἀλλ' οὐ δίκαιον, Dem. 19, 100; οὐδὲ γὰρ λόγος οὐδὲ σκῆψις ἔθ' ἡμῖν τοῦ μ ὴ τὰ δέοντα ποιεῖν, 1, 6; Pol. σκήψεις τινὰς πρὸς τὸν βασιλέα πορισάμενος, 5, 2, 9, u. öfter; σκῆψιν ἀπενέγκαι, Entschuldigung, Att. Seew. XIV d 60.

Greek (Liddell-Scott)

σκῆψις: -εως, ἡ, (σκήπτω Ι. 2) πρόφασις, δικαιολογία, τοιάδε μέντοι σκ. οὐ δόλον φέρει Αἰσχύλ. Ἀγ. 886· μὴ σκ. οὐκ οὖσαν τιθῇς Σοφ. Ἠλ. 584, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 122, κτλ.· ― μετὰ γεν., κατὰ φόνου τινὰ σκῆψιν, ἐπὶ προφάσει φόνου, Ἡρόδ. 1. 146 (ἔνθα ἡ γεν. σημαίνει τὸν ἰσχυρισμὸν ὅτι οὐχὶ φόνον ἀλλ’ ἄλλο τι ἔπραξαν)· ἀλλ’ ὡσαύτως, σκ. τοῦ μὴ τὰ δέοντα ποιεῖν, πρόφασις, δικαιολογία περὶ τοῦ μὴ ποιεῖν τι, Δημ. 10. 27· σκ. ἡ νόσος, ἦτο πρόφασις οὐχὶ ἀλήθεια, Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 31· ― μετὰ ῥημάτων, σκῆψιν ποιιεῖσθαί τι, χρῶμαι προφάσει, προφασίζομαι, Ἡρόδ. 5. 30· πρὸς Ἕλληνάς σφι σκ. ἐπεποίητο ὁ αὐτ. 7. 168· σκῆψιν εὐπρεπεστάτην ἔχειν ὁ αὐτ. 3. 72· σκῆψιν εἶχ’ ὀλωλότα (ἐξυπακ. τὰ τέκνα) Εὐρ. Ἠλ. 29· σκ. προτείνειν, δεικνύναι αὐτόθι 1067, Μήδ. 744· τοῖς νέοις σκῆψιν φέρει ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 122· σκήψεις καὶ προφάσεις ἐρεῖ Δημ. 373. 10· ἀντίθετον τῷ σκ. ἐσδέχεσθαι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 392· σκ. ἐκδέχεσθαι Ὑπερείδ. Ὑπὲρ Εὐξεν. 22· εὑρίσκειν Δημ. 540· 26· διδόναι Ἀριστ. Τοπ. 5. 3, 7· προβάλλεσθαι, πορίζεσθαι κτλ., Πολύβ. κλπ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
prétexte, excuse (litt. appui) : σκῆψιν ἔχειν HDT avoir un prétexte ; σκῆψιν ποιεῖσθαί τι HDT, τιθέναι SOPH produire une raison comme excuse.
Étymologie: σκήπτω.