διάβολος

From LSJ
Revision as of 19:44, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάβολος Medium diacritics: διάβολος Low diacritics: διάβολος Capitals: ΔΙΑΒΟΛΟΣ
Transliteration A: diábolos Transliteration B: diabolos Transliteration C: diavolos Beta Code: dia/bolos

English (LSJ)

ον,

   A slanderous, backbiting, γραῦς Men.878, cf. Phld.Lib.p.24O.: Sup. -ώτατος Ar.Eq.45; διάβολόν τι, aliquid invidiae, And.2.24; τὸ δ. Plu.2.61d.    II Subst., slanderer, Pi. Fr.297, Arist.Top.126a31, Ath.11.508d; enemy, LXX Es.7.4, 8.1: hence, = Sâtân, ib.1Chr.21.1; the Devil, Ev.Matt.4.1, etc.    III Adv. -λως injuriously, invidiously, Th.6.15; χρῆσθαί τινι Procop. Arc.2.

Greek (Liddell-Scott)

διάβολος: -ον, συκοφαντικός, διαβολικός, ὄπισθεν ἢ κρυφίως κατηγορῶν τινα, γραῦς Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 485· διαβολώτατος Ἀριστοφ. Ἱππ. 45· διάβολόν τι, aliquid invidiae, Ἀνδοκ. 22. 38. 2) ὡς οὐσιαστικόν, ὁ συκοφάντης, Πίνδ. Ἀποσπ. 270, Ἀριστ. Τοπ. 4. 5, 9 καὶ 11· ἰδίως ὁ κατ’ ἐξοχὴν συκοφάντης, ὁ Διάβολος, Ν. Δ. 3) ἐπίρρ. -λως, ἐπὶ διαβολῇ, συκοφαντικῶς, Θουκ. 6. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
litt. qui désunit, qui inspire la haine ou l’envie ; τὸ διάβολον PLUT la médisance, la calomnie.
Étymologie: διαβάλλω.