ξηραίνω
ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.
English (LSJ)
fut.
A -ᾰνῶ E.Cyc.575: aor. ἐξήρἀνα Th.1.109, Hp.Epid.2.3.2, but ἐξήρηνα Id.Hum.1, Mul.2.112, Aret.CD1.3 :—Pass., fut. ξηρανθήσομαι Gal.1.516, etc., but Med. ξηρᾰνοῦμαι in same sense, Hp.Aff.25, Arist.Mete.356b25 : aor. ἐξηράνθην Il.21.345, Hp.Epid.5.30, Pl.Phlb.31e : pf. ἐξήρασμαι Hp.Vict.2.66, Loc.Hom.29, Antiph. 217.13 ; ἐξήραμμαι Thphr.CP5.14.6, Ev.Marc.3.1, POxy.1188.19 (i A.D.), Sch.Ar.Pl.1082 ; inf. ἀπ-εξηράνθαι Hp.Mul.1.17 ; part. ἐξηρᾱμένος only late, Sch.Porph.Abst.2.6 : (ξηρός) :—parch, dry up, ξηρανεῖ σ' ὁ Βάκχιος E.l.c.; of the sun, X.Mem.4.3.8, etc.; τὸ σῶμα πρὸς ἀέρα ξ. Jul.Or.6.203b ; make costive, τὴν κοιλίην Hp.Aph.3.17, cf. 2.20 (Pass.):—Pass., to be or become dry, parched, ἐξηράνθη πεδίον Il.l.c., cf. Pl.Ti.88d, etc. ; to be withered, ἐξηράνθη ἡ συκῆ Ev.Matt. 21.19, cf. Demetr.Lac.Herc.1012.12, POxy.l.c. 2 drain dry, ξηράνας τὴν διώρυχα Th.1.109. 3 metaph., κακουχεῖ αὑτὸν καὶ ξ. Teles p.34 H. b Pass., of a paralytic, Ev.Marc.9.18.
German (Pape)
[Seite 279] ξηρανῶ, perf. pass. ἐξήρασμαι, s. ἀποξ., u. ἐξήραμμαι, Schol. Ar. Plut. 1082, ἐξήραμαι scheint schlerhaft, Schäf. Schol. Ap. Rh. 3, 276 u. Lob. Phryn. 502; trocknen, dörren, πᾶν δ' ἐξηράνθη πεδίον, Il. 21, 345, es wurde trocken; ξηρανεῖ σ' ὁ Βάκχιος, Eur. Cycl. 572; ξηράνας τὴν διώρυχα, Thuc. 1, 109; ξηραινόμενον, im Ggstz zum ὑγραινόμενον, Plat. Tim. 88 d; τὸ ξηρανθέν, Phil. 31 e; Gegens. von ἁδρύνω bei Früchten, Xen. Mem. 4, 3, 8; Theophr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ξηραίνω: μέλλ. -ᾰνῶ: ἀόρ. ἐξήρᾱνα. - Παθ., μέλλ. ξηρανθήσομαι Γαλην., κλ., ἀλλὰ μέσ. ξηρανοῦμαι ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας, Ἱππ. 523. 7. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 5: ἀόρ. ἐξηηράνθην Ἰλ., Πλάτ.: πρκμ. ἐξήρασμαι Ἱππ. 418. 46., 365. 37, Ἀντιφάν. ἐν «Φίλοθηβαίῳ» 1. 13· ἐξήραμμαι Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 6, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 1082, κτλ. (πρβλ. ἀποξηραίνω)· οὐχὶ ἐξήρᾱμαι, Λοβεκ. Φρύνιχ. 502· (ξηρός). Ἀποξηραίνω, «στεγνώνω», ξηρανεῖ σ’ ὁ Βάκχιος Εὐρ. Κύκλ. 575· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 8, κτλ., στεγνώνω, καθιστῶ δυσκοίλιον, τὴν κοιλίην Ἱππ. Ἀφ. 1247, πρβλ. αὐτόθι 1245· - Παθ., ἀποξηραίνομαι, «στεγνώνω», ἐξηράνθη πεδίον Ἰλ. Φ. 345, πρβλ. Πλάτ. Τιμ. 88D, κτλ. 2) ἀποξηραίνω, ἀφαιρῶ τὸ ὕδωρ, Λατ. siccare, ξηράνας τὴν διώρυχα Θουκ. 1. 109. 3) μεταφορ., κακουχεῖ αὑτὸν καὶ ξ. Τέλης παρὰ Στοβ. 522. 18, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Μάρκ. θ΄, 18.
French (Bailly abrégé)
f. ξηρανῶ, ao. ἐξήρανα, pf. inus.
Pass. f. ξηρανθήσομαι, ao. ἐξηράνθην, pf. ἐξήρασμαι, postér. ἐξήραμμαι;
sécher, dessécher ; Pass. se dessécher, être desséché.
Étymologie: ξηρός.