μαθητεύω

From LSJ
Revision as of 19:46, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰθητεύω Medium diacritics: μαθητεύω Low diacritics: μαθητεύω Capitals: ΜΑΘΗΤΕΥΩ
Transliteration A: mathēteúō Transliteration B: mathēteuō Transliteration C: mathiteyo Beta Code: maqhteu/w

English (LSJ)

   A to be pupil, τινι to one, Plu.2.832c.    II trans., make a disciple of, instruct, πάντα τὰ ἔθνη Ev.Matt.28.19, cf. Act.Ap.14.21:—Pass., Ev.Matt.13.52.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰθητεύω: εἶμαι μαθητής, τινί, τινός, εἴς τινα, Πλούτ. 2. 832Β, κτλ.· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἐκκλ. II. μεταβ., κάμνω τινὰ μαθητήν, διδάσκω, πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη Εὐαγγ. κ. Ματθ. κη΄, 19· μαθητεύσαντες ἱκανοὺς ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Λύστραν Πράξ. Ἀποστ. ιδ΄ 21· - Παθ., μαθητευθεὶς εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 52.

French (Bailly abrégé)

être disciple de, τινι.
Étymologie: μαθητής.