χοροήθης
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
ες,
A accustomed to the choral dance, νύμφαι h.Pan.3.
German (Pape)
[Seite 1366] ες, an Chöre, Tanze gewöhnt, H. h. 18, 3.
Greek (Liddell-Scott)
χοροήθης: -ες, ὁ εἰθισμένος εἰς τὴν χορικὴν ὄρχησιν, χοροήθεσι νύμφαις Ὕμν. Ὁμ. 18. 3.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui a l’habitude des chœurs, des danses.
Étymologie: χορός, ἦθος.