βαρυπαθέω
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
A to be much annoyed, Plu.2.167f(v.l.).
German (Pape)
[Seite 434] (schwer leiden), unzufrieden sein, καὶ δυσφορέω Plut. Superst. 7.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρῠπᾰθέω: παραπολὺ θλίβομαι, ἐνοχλοῦμαι,Πλούτ. 2. 167F·―ἐπίθ., βαρυπαθής, ές, παραπολὺ θλίβων, ἐνοχλῶν, λυπῶν, φθορὰ Εὐσ. Ἐ. Ἱ. 10. 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
f. βαρυπαθήσω;
être gravement ou péniblement affecté.
Étymologie: βαρύς, πάθος.