τήρησις

From LSJ
Revision as of 19:46, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_5)

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τήρησις Medium diacritics: τήρησις Low diacritics: τήρησις Capitals: ΤΗΡΗΣΙΣ
Transliteration A: tḗrēsis Transliteration B: tērēsis Transliteration C: tirisis Beta Code: th/rhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A watching, safe-keeping, guarding, ἀφύλακτος ἡ τ. E.Fr.162; τῆς πολιτείας Arist.Pol.1308a30, cf. PA 692a7; τῆς πόλεως Supp.Epigr.6.724 (Perga, ii/i B.C.); τῆς οἰκίας POxy.1070.51 (iii A.D.); ἀξιώματος Pl.Def.413e; τῆς ἡλικίας Epicur. Sent.Vat.80; [πλούτου] Phld.Oec.p.44J.; preservation, e.g. of health, Gal.10.646, Pap. in Stud.Ital.12(1935).94 (iii A.D.); observance, νόμων, ἐντολῶν, LXX Wi.6.18(19), 1 Ep.Cor.7.19; λεξάντων πρὸς τὴν τήρησιν τοῦ ὕδατος SIG683.60 (Olympia, ii B.C.).    2 vigilance, Th.7.13, Plb.6.11A.10.    3 means of keeping or guarding, τὰς λιθοτομίας... ἀσφαλεστάτην τ. the quarries... the most secure place of custody, Th. 7.86, cf. Act.Ap.4.3, BGU388 iii 7 (ii A.D.).    II observing, observation, τῶν καθόλου συμβαινόντων (as Empiric term) Sor.1.4, cf. Gal. 15.830, 16.550, 18(2).307, Sect.Intr.4, S.E.P.1.23, 2.246, A.D.Synt.37.14, etc.

German (Pape)

[Seite 1108] εως, ἡ, Bewahrung, Behütung, Beobachtung; Thuc. 2, 13; Plat. def. 413 e; Sp., wie N. T. Auch = Verwahrungsort, Gewahrsam, Thuc. 6, 86; N. T.

Greek (Liddell-Scott)

τήρησις: -εως, ἡ, φύλαξις, φρούρησις, ἀφύλακτοςτήρησις Εὐρ. Ἀποσπ. 162· τῆς πολιτείας Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 8, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 4. 11, 18. 2) ἐπαγρύπνησις, Θουκ. 7. 13, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 8, Πολύβ. 6. 59, 5. 3) μέσον τηρήσεως ἢ φυλάξεως, τὰς λιθοτομίας..., ἀσφαλεστάτην τ., τὰ λατομεῖα..., ὁ ἀσφαλέστερος τόπος πρὸς φύλαξιν, ἀσφαλεστάτη φυλακή, Θουκ. 7. 86· ἔθεντο εἰς τήρησιν Πράξ. Ἀποστ. δ΄, 3, καὶ ἔθεντο αὐτοὺς ἐν τηρήσει δημοσίᾳ ε΄, 18. ΙΙ. τὸ τηρεῖν διαφυλάττειν, τήρησις ἀξιώματος Πλάτ. Ὅροι 413Ε, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 23., 2. 246, κλ.· - παρὰ Φίλωνι 1. 125, ὑπάρχει διττὴ χρῆσις.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 surveillance, garde ; particul. garde en prison, emprisonnement ; prison;
2 vigilance.
Étymologie: τηρέω.