παράφημι
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
poet. παραίφημι and πάρφημι,
A speak gently to, advise, μητρὶ δ' ἐγὼ παράφημι Il.1.577 :—Med., persuade, appease, μνηστῆρας μαλακοῖς ἐπέεσσι παρφάσθαι Od.16.287, 19.6 ; τιν' ἄλλον παρφάμενος ἐπέεσσιν ἀποτρέψεις πολέμοιο Il.12.249, cf. Od.2.189 ; μαλακοῖσι παραιφάμενοι ἐπέεσσιν Hes.Th.90, cf. Parm.1.15. 2 freq. with collat. notion of deceit, speak deceitfully or insincerely, παρφάμεν ὅρκον, λόγον, Pi. O.7.66, P.9.43 :—Med., πολλά μιν παρφαμένα beguiling him, Id.N.5.32.
German (Pape)
[Seite 506] (s. φημί), wie παραμυθέομαι, zureden, rathen, μητρὶ δ' ἐγὼ παράφημι, καὶ αὐτῇ περ νοεούσῃ, Il. 1, 577; u. im med. ermahnen, bereden, beschwichtigen, μνηστῆρας παρφάσθαι Od. 16, 287. 19, 6; h. Cer. 337; auch ἐπέεσσι παρφάμενος u. παραιφάμενος, Il. 12, 249. 24, 771 Od. 2, 189; Hes. Th. 29; gew. mit dem Nebenbegriffe listiger Ueberredung od. Täuschung; vgl. Pind. θεῶν δ' ὅρκον μέγαν μὴ παρφάμεν, Ol. 7, 65, wie παρφάμεν τοῦτον λόγον P. 9, 43; sp. D., wie τοῖα παραιφαμένη κατέρυκεν Ap. Rh. 2, 287, öfter; Orph. Arg. 95, μείλιχα παρφαμένη δὲ τὸν ὃν πόσιν, 1317; u. geradezu hintergehen, täuschen.
Greek (Liddell-Scott)
παράφημι: ποιητ. παραίφημι καὶ πάρφημι, ὡς τὸ παραμυθέομαι, ὁμιλῶ ἠπίως πρός τινα, παραινῶ, συμβουλεύω, μητρὶ δ’ ἐγὼ παράφημι Ἰλ. Α. 577. ― Μέσ., καταπραΰνω, μαλάσσω, μνηστῆρας μαλακοῖς ἐπέεσσιν παρφάσθαι Ὀδ. Π. 287, Τ. 6· τιν’ ἄλλον παρφάμενος παρφάμενος ἐπέεσιν ἀποτρέψεις πολέμοιο Ἰλ. Μ. 249, πρβλ. Ὀδ. Β. 189· μαλακοῖσι παραιφάμενοι ἐπέεσσιν Ἡσ. Θ. 90· ― πρβλ. παράφασις. 2) συχνάκις μετὰ παραλλήλου ἐννοίας ἀπάτης, ὁμιλῶ ἀπατηλῶς, δὲν φυλάττω, παραβαίνω, παρφάμεν ὅρκον, λόγον Πινδ. Ο. 7. 121, Π. 9. 70· καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 5. 58.
French (Bailly abrégé)
conseiller, donner un conseil τινί, à qqn;
Moy. inf. poét. παρφάσθαι, tromper par un mensonge, par un parjure, etc., τινά qqn.
Étymologie: παρά, φημί.