προσποίημα
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which one takes to oneself unduly, pretence, assumption of a thing, Arist. EN1127a20; τῆς καλοκἀγαθίας, δικαιοσύνης, Heraclid.Pont. ap. Ath.14.625a, Plu.2.858f. 2 deception, illusion, Epicur.Nat.11.7. 3 disguise, ἐν π. φίλων D.H.10.13, cf. App.BC3.64.
German (Pape)
[Seite 778] τό, das, was Einer sich beilegt, das Vorgeben, Arist. Eth. 4, 7 u. Folgde; falsche Angabe, Larve, D. Hal. 10, 13; D. Sic. 1, 57; καὶ παρακάλυμμα, Plut. Popl. 3.
Greek (Liddell-Scott)
προσποίημα: τό, ὅ,τι οἰκειοποιεῖταί τις οὐ προσηκόντως, πρόφασις, ἀξίωσις, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 7, 1, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 625Α. 2) προσωπεῖον, προσποίησις, Διον. Ἁλ. 10. 13, Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 64, Πλούτ.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 ce que l’on prend ou prélève pour soi;
2 affectation, faux-semblant, feinte.
Étymologie: προσποιέω.