δονακόεις
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
English (LSJ)
εσσα, εν,
A reedy, δονακόεντος Εὐρώτα E.Hel.210 (lyr.); δόλος δ. a reed covered with birdlime, AP 9.273 (Bianor).
German (Pape)
[Seite 656] εσσα, εν, voll Rohr; Eurotas, Eur. Hel. 210; δουνακόεις δόλος, die Falle von Rohr, Leimruthe, Bian. 3 (IX, 273).
Greek (Liddell-Scott)
δονᾰκόεις: εσσα, εν, πλήρης καλάμου, δονακόεντος Εὐρώτα Εὐρ. Ἑλ. 208· δόλος δ., κάλαμος ἀληλιμμένος ἰξῷ, Ἀνθ. Π. 9. 273.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
1 rempli de roseaux;
2 préparé au moyen de gluaux (piège).
Étymologie: δόναξ.