ἔκβασις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A way out of, esp. out of the sea, Od.5.410 ; κατὰ τὴν ἔκβασιν τὴν εἰς τὰ..ὄρη X.An.4.3.20, cf. 4.1.20 ; περὶ τὰς ἐκβάσεις about the landing-places, Plb.3.14.6. 2 going out of, esp. out of a ship, di embarkation, ἔ. στρατοῦ A.Supp.771, cf. A.R.2.1049, Plb.4.64.5: metaph., ἄτης ἔ. escape from.., E.Med.279, cf. Plu. Pyrrh.23. 3 = μετάβασις, Arist Cael.268b3. 4 end of a person's life, LXX Wi.2.17 : generally, termination, completion, ἐλαιουργίας PFay.91.21 (i A.D.) ; accomplishment, τῶν ἔργων Ruf.Anat. I. 5 deviation, declension, departure, παρὰ [τοῦ ἀγαθοῦ] Plot.1.8.7, cf. 3.7.6. II issue, event, Men.696, Arr.Epict.2.7.9 (pl.) ; fulfilment of divination, Zeno Stoic.1.44, Chrysipp.ib.2.342. III emanation, procession, Porph.Sent.35, Dam.Pr.283. IV produce, ἐδαφῶν PRyl.122.5 (ii A.D.). V digression, Serv. ad Virg. G.2.209.
German (Pape)
[Seite 754] ἡ, das Herausgehen, Aussteigen, στρατοῦ Aesch. Suppl. 752; Pol. 3, 14, 6; Entkommen aus Etwas, Eur. Med. 279; – ἁλός, ein Landungsplatz, Od. 5, 410; Ausweg, Xen. An. 4, 3, 20, vgl. 2, 1, 2; – der Ausgang einer Sache, der Erfolg, προπάσχει τοῦ κακοῦ τὴν ἔκβασιν Men. fr. inc. 147.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκβασις: -εως, ἡ, (ἐκβαίνω) μέρος εἰς ὃ νὰ ἐξέλθῃ τις, ἰδίως ἐκ τῆς θαλάσσης, ἔκβασις οὔ πῃ φαίνεθ’ ἁλὸς πολιοῖο θύραζε (ἴδε τὴν λέξιν θύραζε) Ὀδ. Ε. 410· ἔξοδος, κατὰ τὴν ἔκβασιν τὴν εἰς τὰ... ὄρη Ξεν. Ἀν. 4. 3, 20, πρβλ. 4. 1, 20· περὶ τὰς ἐκβάσεις, περὶ τὰ μέρη τὰ χρησιμεύοντα πρὸς ἀπόβασιν, Πολύβ. 3. 14, 6. 2) ἀπόβασις, μάλιστα ἐκ πλοίου, ἔκβ. στρατοῦ Αἰσχύλ. Ἱκ. 771· ἄτης ἔκβ., διαφυγὴ ἔκ τινος, Εὐρ. Μήδ. 279. ΙΙ. ἡ ἔκβασις πράγματος, τὸ ἀποτέλεσμα, Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 147, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 7, 9.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 débarquement ; fig. action d’échapper à;
2 chemin pour sortir, issue ; particul. lieu où l’on peut aborder, débarquer.
Étymologie: ἐκβαίνω.