ἐπαινέτης
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ου, ὁ,
A praiser, commender, Hp.Acut.6, Th.2.41, Pl.R.366e, Timocl. 8.9, etc.:—fem. ἐπαιν-έτις, ιδος, φιλοσοφία -έτις παμβασιλείας Them.Or. 18.219d. II rhapsodist, Pl.Ion536d; cf. ἐπαινέω IV.
German (Pape)
[Seite 895] ὁ, 1) der Lobende, Lobredner, Ὁμήροι Plat. Prot. 309 a; Thuc. 2, 11 u. Folgde. – 2 der Rhapsode, Plat. Ion 536 d. Vgl. ἐπαινέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαινέτης: -ου, ὁ, ὁ ἐπαινῶν τινα ἤ τι, Λατ. laudator, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξέων 384, Θουκ. 2. 41, Πλάτ. Πολ. 366D· Ὁμήρου δεινὸς εἶ ἐπαινέτης Πλάτ. Ἴων 536D· θηλ. ἐπαινέτις, ιδος, Θεμίστ. σ. 219D.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui loue, panégyriste.
Étymologie: ἐπαινέω.