ὀγδοηκοντούτης

From LSJ
Revision as of 19:47, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_4)

Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt

Menander, Monostichoi, 555
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀγδοηκοντούτης Medium diacritics: ὀγδοηκοντούτης Low diacritics: ογδοηκοντούτης Capitals: ΟΓΔΟΗΚΟΝΤΟΥΤΗΣ
Transliteration A: ogdoēkontoútēs Transliteration B: ogdoēkontoutēs Transliteration C: ogdoikontoytis Beta Code: o)gdohkontou/ths

English (LSJ)

ες, (ἔτος)

   A eighty years old, App.BC4.25, Gal.6.360, Luc.Herm.77 :—fem. ὀγδοηκοντα-οῦτις, D. C.61.19 : Ion. ὀγδωκοντᾰέτης, ες, Sol.20.4, Simon. 146 ; ὀγδωκοντούτης, App.Anth.2.642 (Perinthus) ; ὀγδωκον[τέτης], IG9(1).875 (Corc., ii B. C., metr.).

German (Pape)

[Seite 290] s. ὀγδοηκονταέτης. Dazu fem. ὀγδοηκοντοῦτις, D. Cass. 61, 19.

Greek (Liddell-Scott)

ὀγδοηκοντούτης: -ες, (ἔτος) ὁ ἔχων ἡλικίαν ὀγδοήκοντα ἐτῶν, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 25, Λουκ. Ἑρμότ. 77· θηλ. -οῦτις, Δίων Κάσσ. 61. 10· - Ἰων. κ. Δωρ. ὀγδοκονταέτης, ες, Σόλων 22. 4, Σιμωνίδ. 148, 149· ὀγδωκοντούτης, Συλλ. Ἐπιγρ. 2025.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
de 80 ans.
Étymologie: ὀγδοήκοντα, ἔτος.