ἀπερυθριάω
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
English (LSJ)
A to put away blushes, to be past blushing, Ar.Nu.1216; ἀπερυθριᾷ πᾶς, ἐρυθριᾷ δ' οὐδεὶς ἔτι Men.782, cf. Plu.2.547b, Luc.Jud. Voc.8, Lib.Decl.15.43; πρὸς πάντας Jul.Or.6.196d. Adv. ἀπηρυθριᾱκότως, shamelessly, Apollod.Com.13.10. 2 cease to be red or flushed, Luc.Lex.4.
German (Pape)
[Seite 288] nicht mehr erröthen, schamlos sein, Ar. Nubb. 1197 Luc. Iud. Voc. 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερυθριάω: μέλλ. -άσω [ᾱσω]: - δὲν ἐρυθριῶ, ἀφίνω τὸ ἐρύθημα εἰς ἓν μέρος, «ἀφίνω τὴν ἐντροπὴν εἰς ἕνα πλάγι», ἀλλὰ κρεῖτον ἦν εὐθὺς τότε ἀπερυθριᾶσαι μᾶλλον ἢ σχεῖν πράγματα Ἀριστοφ. Νεφ. 1216· ἀπερυθριᾷ πᾶς, ἐρυθριᾷ δ’ οὐδεὶς ἔτι Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 287. - Ἐπίρρ. ἀπηρυθριᾱκότως, ἀναισχύντως, Ἀπολλόδ. ἐν Ἀδήλ. 1. 10· ἀπηρυθριασμένως Κύριλλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. σπάδων: ἀπερυθριάστως Βυζ. 2) παύω νὰ εἶμαι ἐρυθρός, ἐπὶ ὀφθαλμῶν, Λουκ. Λεξιφ. 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἀπηρυθρίασα, pf. ἀπηρυθρίακα;
ne plus rougir, être impudent.
Étymologie: ἀπό, ἐρυθριάω.