ἄπνοος
Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut
English (LSJ)
ον, contr. ἄπνους, ουν:—
A without wind, with but little air, ἔαρ Hp.Epid.3.2, cf. Arist.Mete.361b6, Thphr.CP2.9.1. 2 unventilated, οἰκία Plu.2.515b; air-tight, κώρυκος Herod.8.74. II breathless, Theopomp.Com.71. 2 lifeless, AP7.229 (Diosc.), IG 14.1787. 3 without breathing or respiration, Heraclid.Pont.Fr. 72,75 Voss, Arist.HA492a13.
German (Pape)
[Seite 293] ον, zsgzg. ἄπνους, ουν, 1) athemlos, τάρβος Paul. Sil. 60 (Plan. 118); s. über ἡ ἄπνους Ἡρακλείδου Empedocl. Sturz. I p. 56 ff., scheintodt; auch todt, Diosc. 33 (VII, 229). – 2) ohne Luftzug, stickig, οἰκία Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπνοος: -οον, συνῃρ. ἄπνους, ουν, (πνέω): - ὁ ἄνευ πνοῆς ἀνέμου, ὁ μετὰ ὀλίγου ἀέρος, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ΄, 1082, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 4, 21, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 2. 9, 1. 2) ὁ ἄνευ ζωῆς, Ἀνθ. Π. 7. 229, Συλλ. Ἐπιγρ. 6248. 3) ὁ μὴ ἀναπνέων καὶπερ ζῶν, τὰ περὶ τὴν ἄπνουν Ἡρακλείδ. παρὰ Διογ. Λ. 8. 60, 61, 67, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 1. 11, 1.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
1 sans souffle, sans vie;
2 qui respire difficilement;
3 qui ne sert pas à la respiration;
4 qui est à l’abri du vent.
Étymologie: ἀ, πνέω.