ἀπαρασκεύαστος
From LSJ
English (LSJ)
ον, = sq., X.An.1.5.9 (Comp.), 2 Ep.Cor.9.4, J.AJ4.8.41. Adv.
A -τως Arist.Rh.Al.1430a3.
German (Pape)
[Seite 279] unvorbereitet, ungerüstet, βασιλεὺσστότατος Xen. An. 1, 1, 6. 2, 3, 21; Compar., Poll. 6, 143.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαρασκεύαστος: -ον, = τῷ ἑπομ., ἀμφ. ἐν. Ξεν. Ἀν. 1. 1, 6, 1. 5, 9, (ἐν τῷ συγκρ.), κτλ. ἀλλ’ εὕρηται ἐν τῇ Κ. Δ. καὶ παρὰ μεταγεν. ― Ἐπιρρ. -τως Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλ. 9. 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non préparé.
Étymologie: ἀ, παρασκευάζω.