ἀποτείχισις
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
English (LSJ)
εως, ἡ,
A walling off of a town, blockading, τῆς Ποτειδαίας Th.1.65. II razing of fortifications, Polyaen.2.22.3.
German (Pape)
[Seite 330] ἡ, 1) Absperrung durch Mauern und Schanzen, Thuc. 1, 65. – 2) nach Suid. Zerstörung der Festungswerke.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτείχῐσις: -εως, ἡ, τὸ ἀποτειχίζειν, περιτειχίζειν, ἀποκλείειν, ἀποκλεισμός, Θουκ. 1. 65. ΙΙ. ἀνέγερσις ὀχυρωμάτων, ὀχύρωσις, Πολύαιν. 1. 3, 5.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
fortification défensive.
Étymologie: ἀποτειχίζω.