συλλογιστικός
English (LSJ)
ή, όν,
A inferential, Pl.Def.414e; σύνδεσμοι D.T.642.26, cf. A.D.Conj. 252.5; σημεῖον Gal.15.419. 2 syllogistic, Arist.APr.42a36, al. Adv. -κῶς Id.Rh.1401a8. 3 οἱ -κοί dialecticians, Ph.1.346.
German (Pape)
[Seite 976] ή, όν, zum Schließen, Schlüssemachen, Folgern gehörig, Plat. detin. 414 e, darin geübt.
Greek (Liddell-Scott)
συλλογιστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ συλλογίζεσθαι, «ἀπόδειξις λόγος συλλογιστικὸς ἀληθὴς» Πλάτ. Ὅροι 414Ε. 2) ὁ διὰ συλλογισμοῦ γινόμενος, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1, 25, 9, κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. συλλογιστικῶς, «ἔστι δὲ εἰς τὸ τῇ λέξει συλλογιστικῶς λέγειν χρήσιμον, τὸ συλλογισμῶν πολλῶν κεφάλαια λέγειν» ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 24, 2.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne le raisonnement ; particul. syllogistique ; t. de gramm. connecteur, (particule) marquant les articulations logiques (ἄρα, ἀλλά, οὐκοῦν, etc.);
2 habile à raisonner, fin, habile.
Étymologie: συλλογίζομαι.