καυτηριάζω

From LSJ
Revision as of 19:50, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

λογισάμενος ὅτι καὶ ἐκ νεκρῶν ἐγεῖραι δυνατὸς ὁ Θεός → in the belief that God was able to raise him up from the dead

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καυτηριάζω Medium diacritics: καυτηριάζω Low diacritics: καυτηριάζω Capitals: ΚΑΥΤΗΡΙΑΖΩ
Transliteration A: kautēriázō Transliteration B: kautēriazō Transliteration C: kaftiriazo Beta Code: kauthria/zw

English (LSJ)

   A brand, Str.5.1.9:—Pass., Hippiatr.1: metaph., κεκαυτηριασμένοι τὴν ἰδίαν συνείδησιν 1 Ep.Ti.4.2.

German (Pape)

[Seite 1408] mit glühendem Eisen brennen, z. B. Pferde, um sie zu zeichnen, Strab. V, 1, 9, v. l. καυστ. Dah. κεκαυτηριασμένοι τὴν ἰδίαν συνείδησιν, im eigenen Gewissen gebrandmarkt, I. Timoth. 4, 2.

Greek (Liddell-Scott)

καυτηριάζω: μέλλ. -άσω, καίω διὰ καυτηρίου, Στράβ. 215 (ἔνθ’ ἄλλοτε κακῶς καταστ-)· μεταφορ. ἐν τῷ παθητ., κεκαυτηριασμένοι τὴν συνείδησιν Α΄ Ἐπιστ. π. Τιμ. δ΄, 2, «βεβασανισμένην, μὴ ἔχοντες τὴν συνείδησιν ὑγιῆ» Ἡσύχ.· διὰ τοῦ καυτῆρος ἐγκαίω, στιγματίζω, καυτηριάσαι τὰς ἵππους λύκον Στράβ. 5. 215·- ῥηματ. ἐπίθετ., καυτηριαστέον, Θεοφάν. Νόνν. 2. σ. 338.

French (Bailly abrégé)

brûler avec un fer rouge, cautériser ; marquer au fer rouge.
Étymologie: καυτήρ.