ἄψυκτος
From LSJ
English (LSJ)
ον,
A not capable of being cooled, Pl.Phd. 106a.
German (Pape)
[Seite 421] nicht kalt werdend, Plat. Phaed. 106 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἄψυκτος: -ον, ὁ μὴ ψυχόμενος, κἂν εἰ τὸ ἄψυκτον ἀνώλεθρον ἦν, ὁπότε ἐπὶ τὸ πῦρ ψυχρόν τι ἐπῄει. οὔποτ’ ἂν ἀπεσβέννυτο, οὐδ’ ἀπώλλυτο, ἀλλὰ σῶν ἂν ἀπελθὸν ᾤχετο Πλάτ. Φαίδων 106Α.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ne peut être rafraîchi ou refroidi.
Étymologie: ἀ, ψύχω.