ἄφορος

From LSJ
Revision as of 19:50, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄφορος Medium diacritics: ἄφορος Low diacritics: άφορος Capitals: ΑΦΟΡΟΣ
Transliteration A: áphoros Transliteration B: aphoros Transliteration C: aforos Beta Code: a)/foros

English (LSJ)

ον,

   A not bearing, barren, δένδρεα Hdt.2.156; γῆ X.Oec.20.3; of females, barren, περὶ ἀφόρων Hp.Steril. tit.    2 causing barrenness, σταλαγμός A.Eu.784 (lyr.); νοῦσος Hp.Mul.1.38; χρόνος ib.6.    II exempt from tribute, ἄ. καὶ ἀτελής Str.15.1.39, cf. BGU 889.24 (ii A. D.).    III Pass., not to be borne, νόσημα v. l. for ἄπορος in Hp.VM8.

German (Pape)

[Seite 414] (φέρω), unfruchtbar, δένδρεα Her. 2, 156; Hippocr.; Xen. oec. 20, 3 u. Sp.; unfruchtbar machend, Aesch. Eum. 754. Auch = vor., Strab. XV p. 704.

Greek (Liddell-Scott)

ἄφορος: -ον, μὴ φέρων καρπόν, ἄκαρπος, ἄγονος, δένδρεα Ἡρόδ. 2. 156· γῆ Ξεν. Οἰκ. 20. 3· ἐπὶ γυναικῶν συχν. παρ' Ἱππ. 2) ἐπιφέρων ἀφορίαν, ἀκαρπίαν, σταλαγμὸν, χθονὶ ἄφορον Αἰσχύλ. Εὐμ. 784 (ἀλλ’ ἀντὶ τοῦ χθονὶ ἄφορον ὁ Heimsöth προτείνει, χθονὶ φθοράν). ΙΙ. ἀπηλλαγμένος φόρων, ἀτελής, Στράβων 704. ΙΙΙ. παθ. ἀφόρητος, νόσημα Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11 (μετὰ διαφ. γρ. ἄπορος).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui ne produit pas, stérile;
2 qui rend stérile.
Étymologie: ἀ, φέρω.