γογγυσμός
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
ὁ,
A murmuring, muttering, grumbling, Anaxandr.31, M.Ant.9.37, LXXEx.16.79, Act.Ap.6.1, Cat.Cod.Astr.7.139.
German (Pape)
[Seite 500] ὁ, das Murren, der Unwille, Anaxandr. in B. A. 87; LXX.; N. T.
Greek (Liddell-Scott)
γογγυσμός: ὁ, (γογγύζω) ψιθυρισμός, «μουρμούρισμα», Μ. Ἀντων. 9. 37, Ἑβδ. (Ἐξόδ. ιϚ΄, 7 – 9), Πράξ. Ἀποστ. Ϛ΄, 1.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
murmure (souvent hostile), grondement.
Étymologie: γογγύζω.