δεκαδεύς
From LSJ
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
English (LSJ)
έως, ὁ,
A one of a decury, X.Cyr.2.2.30. II chairman of a board of ten, in acc. sg. δεκαδῆ, IG4.748.21 (Troezen).
German (Pape)
[Seite 542] ὁ, zu einer Decurie gehörend, Xen. Cyr. 2, 2, 30.
Greek (Liddell-Scott)
δεκαδεύς: έως, ὁ, ὁ ἀνήκων εἰς μίαν δεκαδαρχίαν (decurio), Ξεν. Κύρ. 2. 2, 30.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
qui fait partie d’une décurie.
Étymologie: δεκάς.