διαζευκτικός

From LSJ
Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαζευκτικός Medium diacritics: διαζευκτικός Low diacritics: διαζευκτικός Capitals: ΔΙΑΖΕΥΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diazeuktikós Transliteration B: diazeuktikos Transliteration C: diazefktikos Beta Code: diazeuktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A disjunctive, σύνδεσμος Chrysipp.Stoic.2.68, A.D.Conj.216.10; συλλογισμός Chrysipp.Stoic.2.88; πρὸς τοὺς Ἀμεινίου -κούς (sc. λόγους), title of work by Chrysipp., Stoic.2.7. Adv. -κῶς A.D.Synt.9.27.

German (Pape)

[Seite 577] ή, όν, trennend, σύνδεσμος, conjunctio disjunctiva, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

διαζευκτικός: -ή, -όν, λόγοςσύνδεσμος, ἐπιτήδειοςκατάλληλος πρὸς διάζευξιν, Διογ. Λ. 7. 72. -Ἐπίρρ. -κῶς Ἀπόλλ. π. Συντάξ. σ. 9.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
disjonctif.
Étymologie: διαζεύγνυμι.