διακαλύπτω
From LSJ
Ὡς ἡδὺ κάλλος, ὅταν ἔχῃ νοῦν σώφρονα → Quam dulce facies pulchra cum ingenio probo → Wie froh macht Schönheit, wenn sie klugen Sinn besitzt
English (LSJ)
—Pass., fut.
A -καλυφθήσομαι D.11.13:—reveal, βουλεύματα D.H.5.54, cf. J.BJ6.3.4, Plu.2.764b:—Med., διακαλύψασθαι τὸ ἱμάτιον throw aside one's cloak, Ael.VH5.19:—Pass., D. l.c.
German (Pape)
[Seite 580] enthüllen; ἁμαρτίας Dem. 11, 13; Plut. Alex. 17; διακαλυψάμενος τὸ ἱμάτιον Ael. V. H. 5, 19, zurückschlagen.
Greek (Liddell-Scott)
διακαλύπτω: μέλλ. -ψω, φανερώνω, ἀποκαλύπτω, Δημ. 155. 26. ― Μέσ., διακαλύψασθαι τὸ ἱμάτιον, ― ἀφελέσθαι τὸ ἱμ., Αἰλ. Π. Ἱστ. 5. 19.
French (Bailly abrégé)
découvrir aux regards;
Moy. διακαλύπτομαι se mettre à nu en ôtant : τὸ ἱμάτιον ÉL son vêtement.
Étymologie: διά, καλύπτω.