Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
Full diacritics: διαρροιζέω | Medium diacritics: διαρροιζέω | Low diacritics: διαρροιζέω | Capitals: ΔΙΑΡΡΟΙΖΕΩ |
Transliteration A: diarroizéō | Transliteration B: diarroizeō | Transliteration C: diarroizeo | Beta Code: diarroize/w |
A to whizz through, διερροίζησε στέρνων [ὁ ἰός] S.Tr. 568.
διαρροιζέω: διέρχομαι μετὰ συριγμοῦ, διερροίζησε στέρνων [ὁ ἰός] Σοφ. Τρ. 568.
-ῶ :
ao. 3ᵉ sg. διερροίζησε;
traverser en sifflant, gén..
Étymologie: διά, ῥοιζέω.