διασταθμάομαι
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
A separate, αἰνῶ δ' ὃς βίοτον ἐκ πεφυρμένου θεῶν διεσταθμήσατο E.Supp.202:—Act. -σταθμῆσαι· διελεῖν, Hsch.
German (Pape)
[Seite 603] zumessen, anordnen; βίοτον ἐκ πεφυρμένου καὶ θηριώδους Eur. Suppl. 213.
Greek (Liddell-Scott)
διασταθμάομαι: ἀποθ., διακανονίζω, ῥυθμίζω, αἰνῶ δ’ ὃς βίστον… θεῶν διεσταθμήσατο Εὐρ. Ἱκέτ. 201΅