διαχαίνω

From LSJ
Revision as of 19:51, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source

German (Pape)

[Seite 613] aus einander klaffen, den Mund öffnen; διακεχηνυῖα, Plut. sol. an. 30; διαχανόντες, 23.

Greek (Liddell-Scott)

διαχαίνω: διαχάσκω, λίαν χαίνω, Πλούτ. 2. 976Β, 980Β.

French (Bailly abrégé)

ao.2 διέχανον, pf. διακέχηνα;
s’entrouvrir.
Étymologie: διά, χαίνω.