διειρωνόξενος
From LSJ
Λύπη παροῦσα πάντοτ' ἐστὶν ἡ γυνή → Mulier perenne pignus aegrimoniae est → Ein gegenwärtig Leid ist stets das Eheweib
English (LSJ)
ον, (εἴρων)
A dissembling with one's guests, treacherous under the mask of hospitality, Ar.Pax623.
German (Pape)
[Seite 618] Fremde unter dem Schein der Gastfreundschaft betrügend, Ar. Pax 623, Schol. ἐξαπατῶντες τοὺς ξένους δι' εἰρωνείας καὶ ὑποκρίσεως.
Greek (Liddell-Scott)
διειρωνόξενος: -ον, ὁ δι’ εἰρωνείας καὶ ὑποκρίσεως ἐξαπατῶν τοὺς ξένους, ὁ κατὰ τὸ φαινόμενον φιλόξενος, πράγματι δὲ τὸ κακὸν αὐτῶν ἐπιζητῶν, περὶ τῶν Σπαρτιατῶν, Ἀριστοφ. Εἰρ. 623˙ πρβλ. κατειρωνεύομαι.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui trompe par une feinte hospitalité.
Étymologie: διά, εἰρωνεύομαι, ξένος.