δίνω

From LSJ
Revision as of 19:52, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίνω Medium diacritics: δίνω Low diacritics: δίνω Capitals: ΔΙΝΩ
Transliteration A: dínō Transliteration B: dinō Transliteration C: dino Beta Code: di/nw

English (LSJ)

[ῑ], used only in pres.,

   A thresh out on the δῖνος 111, ἱερὸν ἀκτὴν δινέμεν Hes.Op.598:—Pass., δινομένην ὑπὸ (v.l. περὶ) βουσὶν . . ἅλωα trodden by the circling oxen, Call.Fr.51:—Aeol. δίννω Hdn.Gr.2.492: Dor. 3pl. ἀπο-δίνωντι Tab.Heracl.1.102.

German (Pape)

[Seite 632] = δινέω; bei Hes. O. 595 ist Δημήτερος ἀκτὴν δινέμεν = auf der Tenne ausdreschen; vgl. Callim. bei E. M. 74, 16 u. Suid.

Greek (Liddell-Scott)

δίνω: μόνον κατ’ ἐνεστ., ἁλωνίζω ἐπὶ τοῦ δίνου (ΙΙΙ), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 596. -Παθ., δινομένην ὑπὸ βουσὶν… ἅλωα, πατουμένην ὑπὸ περιφερομένων κύκλῳ βοῶν, Καλλ. Ἀποσπ. 51. -Λεσβιακ. τύπος δίννω παρὰ Χοιροβ., ἴδε Ahrens π. Αἰολ. σ. 53· γ΄ πληθ. ἀποδίνωντι, Πίν. Ἡρακλ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 102.

French (Bailly abrégé)

c. δινέω.