παράρθρησις
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
English (LSJ)
εως, ἡ,
A dislocation, Plu.Comp.Cim.Luc.2 ; subluxation, Gal.6.870.
German (Pape)
[Seite 496] die Verrenkung, Plut. Compar. Cim. et Lucull. 2.
Greek (Liddell-Scott)
παράρθρησις: ἡ, ἐξάρθρωσις εἰς τὰ πλάγια, ὥσπερ οἱ τῶν ἰατρῶν δεσμοί, καίπερ εἰς τὰ κατὰ φύσιν ἄγοντες τὰς παραρθρήσεις Πλουτ. Κίμωνος κ. Λουκούλλ. Σύγκρισις 2.