κατακούω

From LSJ
Revision as of 19:52, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰκούω Medium diacritics: κατακούω Low diacritics: κατακούω Capitals: ΚΑΤΑΚΟΥΩ
Transliteration A: katakoúō Transliteration B: katakouō Transliteration C: katakoyo Beta Code: katakou/w

English (LSJ)

   A hear and obey, be subject, Ἀράβιοι οὐδαμὰ κατήκουσαν ἐπὶ δουλοσύνῃ Πέρσῃσι Hdt.3.88, cf. App.Syr. 55; τινος D.1.23, Arr.Fr.7J., App.Mith.57, Hierocl.in CA19p.461M.    2 give ear, listen to one, D.6.35; of eavesdroppers, Str.14.1.32.    3 hear plainly, τι E.Rh.553 (lyr.), Th.2.84, Pl.R.531a; τίνος; Ar.Ra.312, cf. Pl.Prt.330e; ὁ θυρωρὸς . . κατήκουεν ἡμῶν overheard us, ib.314c; κ. αὐλοῦντος Arist.EN1175b4: abs., Th.3.22.

German (Pape)

[Seite 1356] (s. ἀκούω), hören, vernehmen; σύριγγος ἰάν Eur. Rhes. 553; Thuc. 3, 22; ἠχήν Plat. Rep. VII, 531 a; – τινός, ὁ θυρωρὸς κατήκουεν ἡμῶν Prot. 314 c, vgl. 330 e; Dem. 1, 23; gehorchen, ἵν' αὐτοῦ κατακούοι τὰ παιδικά Plat. Riv. 133 b; Sp., wie App. Mithrid. 57; – τινί, gehorchen, unterthänig sein, Ἀράβιοι οὐδαμᾶ κατήκουσαν ἐπὶ δουλοσύνῃ Πέρσῃσιν Her. 3, 88; App. Syr. 55.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰκούω: μέλλ. -σομαι, ἀκούω καὶ πείθομαι, ὑποτάσσομαι, Ἀράβιοι οὐδαμὰ κατήκουσαν ἐπὶ δουλοδύνῃ Πέρσῃσι Ἡρόδ. 3. 88, πρβλ. Ἀππ. Συρ. 55· τινὸς Δημ. 15. 29, Ἀππ. Μιθρ. 57· πρβλ. κατήκοος. 2) μετὰ προσοχῆς ἀκούω ἢ δίδω ἀκρόασιν εἴς τινα, Δημ. 74. 6, Στράβ. 644· ἐπιμελητὴς χειροτονηθεὶς εὐσεβῶς κατήκουσε Ἐπιγρ. Dittenb. 647, 13. 3) ἀκούω σαφῶς, τι ἢ τινὰ Εὐρ. Ρῆσ. 553, Θουκ. 2. 84., 3. 22, Πλάτ. Πολ. 531Α· τινὸς Ἀριστοφ. Βάτρ. 312, Πλάτ. Πρωτ. 330 Ε· ὁ θυρωρὸς… κατήκουεν ἡμῶν, μᾶς ἤκουε κρυφίως, ἔβαλλεν αὐτί, ἐκρυφάκουεν, αὐτόθι 314C· κατακούειν τῶν λάθρᾳ καὶ ἐν ἀπορρήτῳ διαλεγομένων Στράβ. 14, 644· κ. τινὸς αὐλοῦντος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 5, 4.

French (Bailly abrégé)

f. κατακούσομαι;
1 entendre clairement : τι, τινος qch;
2 prêter l’oreille à, écouter, gén. ; fig. obéir à, dat. ou gén..
Étymologie: κατά, ἀκούω.