μεγακλεής

From LSJ
Revision as of 19:52, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰκλεής Medium diacritics: μεγακλεής Low diacritics: μεγακλεής Capitals: ΜΕΓΑΚΛΕΗΣ
Transliteration A: megakleḗs Transliteration B: megakleēs Transliteration C: megakleis Beta Code: megakleh/s

English (LSJ)

ές,

   A very famous, acc. (as if from μεγακλής) μεγακλέᾰ Opp.C.2.4.    II parox. Μεγακλέης as pr. n.

German (Pape)

[Seite 104] ές, hochberühmt, μεγακλέα δήνεα, Opp. Cyn. 2, 4, statt μεγακλεέα, s. εὐκλεής.

Greek (Liddell-Scott)

μεγακλεής: -ές, λίαν ἔνδοξος, κλινόμενον ἐν ταῖς πλαγίαις πτώσεσιν (ὡς ἐκ τοῦ μεγακλής), μεγακλέος, έϊ, έα, έες, έα Ὀππ. Κ. 2. 4, Γρηγ. Ναζ. ἐν Ἀνθ. Π. 8. 36, 43, 93, 99, 116, 143. II. παροξ. Μεγακλέης κύρ. ὄνομα ἐν τῇ οἰκογενείᾳ τῶν Ἀλκμεωνιδῶν.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très illustre.
Étymologie: μέγας, κλέος.