διαριθμέω
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
English (LSJ)
A reckon up one by one, enumerate, ψήφους E.IT966, cf. Ar.Av.1622; τἀργύριον Phld.Ir.p.37 W.; ὑπολείποι ἂν ὁ αἰὼν διαριθμοῦντα Arist.Rh.1374a33:—more freq. in Med., as Pl.Cra.437d, Phdr.273e, al.; count and classify, Id.Grg.501a; διαριθμήσασθαι περί τινος Id.Lg.633a:—Pass., Aeschin.3.207, Arist.Ph.322b30. 2 count out, pay, δωρεάν τισι App.BC4.101.
German (Pape)
[Seite 599] 1) aus einander zählen, herzählen, (VLL. διαλογίζεσθαι); ψήφους Eur. I. T. 566; ἀργυρίδιον Ar. Av. 1622; auch med., ὥςπερ ψήφους διαριθμησόμεθα τὰ ὀνόματα Plat. Crat. 437 d; vgl. Legg. I, 633 a, u. öfter; auch Plut. – Dah. = trennen, pass., Aesch. 3, 207; διαριθμήσασθαι καὶ διαλαβεῖν εἰς εἴδη, Arist. rhet. 1, 4. – 2) Med., beurtheilen, erwägen, Plat. Gorg. 501 a, öfter.
Greek (Liddell-Scott)
διᾰριθμέω: μέλλ. -ήσω, λογαριάζω ἓν πρὸς ἓν, ἀπαριθμῶ, ψήφους Εὐρ. Ι. Τ. 966· ὑπολείποι ἂν ὁ αἰὼν διαριθμοῦντας Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 13·― ἀλλὰ συχνότερον ἐν τῷ μέσ., ὡς Πλάτ. Κρατ. 437D, κ. ἀλλ.― Παθ., Ἀριστ. Φυσ. 4. 14, 1. 2) διακρίνω, Πλάτ. Φαίδρ. 273Ε, Γοργ. 301Α· διαριθμήσασθαι περί τινος ὁ αὐτ. Νόμ. 633Α.― Παθ., διακρίνομαι, Αἰσχίν. 83. 32.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 compter en détail, énumérer;
2 distinguer nettement.
Étymologie: διά, ἀριθμέω.