ἀργυρίδιον

From LSJ

ὑπακούσατε δεξάμεναι θυσίαν καὶ τοῖς ἱεροῖσι χαρεῖσαι → accept my sacrifice and enjoy these holy rites | hearken to our prayer, and receive the sacrifice, and be propitious to the sacred rites | hear my call, accept my sacrifice, and then rejoice in this holy offering I make

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀργῠρῑ́διον Medium diacritics: ἀργυρίδιον Low diacritics: αργυρίδιον Capitals: ΑΡΓΥΡΙΔΙΟΝ
Transliteration A: argyrídion Transliteration B: argyridion Transliteration C: argyridion Beta Code: a)rguri/dion

English (LSJ)

[ρῑ], τό, = ἀργύριον, generally (but not always, cf. Alciphr.3.38) in a contemptuous sense, Ar. Pl.147,Fr.547, Eup.113; ἀργυρίδιον καὶ χρυσίδιον τὸν πλοῦτον ἀποκαλοῦντες Isoc.13.4, cf. Socr.Ep.36, Olymp.in Grg.p.275J.

Spanish (DGE)

(ἀργῠρίδιον) -ου, τό
• Prosodia: [-ρῑ-]
pequeña cantidad de plata o dinero διὰ μικρὸν ἀ. δοῦλος γεγένημαι Ar.Pl.147, ἀργυρίδιον καὶ χρυσίδιον τὸν πλοῦτον ἀποκαλοῦντες Isoc.13.4, cf. Ar.Fr.560, Eup.124, Din.Fr.48.3, Socr.Ep.36, Diph.19.2, Arr.Epict.1.18.22, PFam.Teb.19.4 (II d.C.), SB 7743.19, Alciphr.2.36.2, Olymp.in Grg.125.25.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petite quantité d'argent.
Étymologie: ἄργυρος.

German (Pape)

τό, dim. von ἀργύριον, Ar. Pl. 147, Av. 1609 und Sp.; im verächtlichen Sinne, Isocr. 13.4 ἀργυρίδιον καὶ χρυσίδιον πλοῦτον καλοῦσιν.

Russian (Dvoretsky)

ἀργῠρίδιον: τό немножко серебра Arph., Isocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀργῠρίδιον: [ρῑ], τό, = ἀργύριον, καθόλου μετὰ περιφρονητικῆς σημασίας, Ἀριστοφ. Πλ. 147, Ἀποσπ. 462, Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 42· ἀργυρίδιον καὶ χρυσίδιον τὸν πλοῦτον ἀποκαλοῦντες Ἰσοκρ. 291Ε· ἴδε ἐν λ. χρυσίδιον.

Greek Monolingual

ἀργυρίδιον, το (Α)
(με περιφρονητική σημασία) το αργύριον, τα χρήματα, λεφτουδάκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκοριστικό του αργύριον < άργυρος].

Greek Monotonic

ἀργῠρίδιον: [ρῑ], τό, = ἀργύριον, με περιφρονητική σημασία, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

= ἀργύριον, in contemptuous sense, Ar.

English (Woodhouse)

small piece of silver

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)