ἐνισχύω

From LSJ
Revision as of 19:52, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνισχύω Medium diacritics: ἐνισχύω Low diacritics: ενισχύω Capitals: ΕΝΙΣΧΥΩ
Transliteration A: enischýō Transliteration B: enischyō Transliteration C: enischyo Beta Code: e)nisxu/w

English (LSJ)

   A strengthen, confirm, ὁ χρόνος ταῦτα -ύσει πάντα Hp.Lex 3; ἄγγελος ἐνισχύων αὐτόν Ev.Luc.22.43:—Pass., Jul. Gal.Fr.7.    II intr., prevail in or among, ἐν ταῖς πόλεσι ἐνισχύει τὰ νόμιμα Arist.EN 1180b4: abs., Id.PA653a31 al.; τοῦτ' ἐνισχύειν ἑκάστῳ Thphr.Sens. 63, cf. 67; παρά τισιν ἐ. ἐν παροιμίας μέρει D.S.20.58; ἐνίσχυσεν ὡς .. the opinion prevailed that... Id.5.57.

German (Pape)

[Seite 846] 1) worin erstarken, stark sein; ἐν ταῖς πόλεσιν ἐνισχύει τὰ νόμιμα Arist. Ethic. 10, 9; Sp., wie D. Sic. 20, 58; ἐνίσχυσεν ὡς, es ward herrschende Meinung, daß, 5, 57. – 2) darin befestigen, stärken, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνισχύω: ἰσχυροποιῶ, ἐνδυναμώνω τι, ὁ δὲ χρόνος ταῦτα ἐνισχύει πάντα Ἱππ. Νόμος 2. 26. ΙΙ. ἀμετάβ., ὑπερισχύω ἐν ἢ μεταξύ, ἐν ταῖς πόλεσι ἐνισχύει τὰ νόμιμα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 14· ἀπολ., ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 7, 17 κ. ἀλλ.· ἐπὶ παροιμιῶν, παρά τισιν ἐν. Διόδ. 20. 58· ἐνίσχυσεν ὡς, ὑπερίσχυσεν ἡ γνώμη ὅτι..., ὁ αὐτ. 5. 57.

French (Bailly abrégé)

avoir ou prendre de la force dans, τινι.
Étymologie: ἐν, ἰσχύω.