ἐνισχύω
τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one
English (LSJ)
A strengthen, confirm, ὁ χρόνος ταῦτα -ύσει πάντα Hp.Lex 3; ἄγγελος ἐνισχύων αὐτόν Ev.Luc.22.43:—Pass., Jul. Gal.Fr.7. II intr., prevail in or among, ἐν ταῖς πόλεσι ἐνισχύει τὰ νόμιμα Arist.EN 1180b4: abs., Id.PA653a31 al.; τοῦτ' ἐνισχύειν ἑκάστῳ Thphr.Sens. 63, cf. 67; παρά τισιν ἐ. ἐν παροιμίας μέρει D.S.20.58; ἐνίσχυσεν ὡς .. the opinion prevailed that... Id.5.57.
German (Pape)
[Seite 846] 1) worin erstarken, stark sein; ἐν ταῖς πόλεσιν ἐνισχύει τὰ νόμιμα Arist. Ethic. 10, 9; Sp., wie D. Sic. 20, 58; ἐνίσχυσεν ὡς, es ward herrschende Meinung, daß, 5, 57. – 2) darin befestigen, stärken, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνισχύω: ἰσχυροποιῶ, ἐνδυναμώνω τι, ὁ δὲ χρόνος ταῦτα ἐνισχύει πάντα Ἱππ. Νόμος 2. 26. ΙΙ. ἀμετάβ., ὑπερισχύω ἐν ἢ μεταξύ, ἐν ταῖς πόλεσι ἐνισχύει τὰ νόμιμα Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 9, 14· ἀπολ., ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 7, 17 κ. ἀλλ.· ἐπὶ παροιμιῶν, παρά τισιν ἐν. Διόδ. 20. 58· ἐνίσχυσεν ὡς, ὑπερίσχυσεν ἡ γνώμη ὅτι..., ὁ αὐτ. 5. 57.
French (Bailly abrégé)
avoir ou prendre de la force dans, τινι.
Étymologie: ἐν, ἰσχύω.