διόπτης
From LSJ
English (LSJ)
ου, ὁ,
A looker through, ὦ Ζεῦ διόπτα! says Dicaeopolis in Ar.Ach.435, holding up a ragged garment to the light. II = foreg. 1, E.Rh.234 (lyr.). III = διόπτρα 1, Hsch.
German (Pape)
[Seite 634] ὁ, dasselbe; στρατιᾶς Eur. Rhes. 234; καὶ ἐρευνητής D. Cass. 78, 14. Bei Ar. Ach. 435 von Zeus, der alles durchschaut, aus Eur.
Greek (Liddell-Scott)
διόπτης: -ου, ὁ, ὁ διαβλέπων, ὁ τὰ πάντα διορῶν, ὦ Ζεῦ διόπτρα ! λέγει ὁ Δικαιόπολις, ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 435, ἐγείρων ἱμάτιον κατεσχισμένον πρὸς τὸ φῶς. ΙΙ. = τῷ προηγ., Εὐρ. Ρήσ. 234.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 qui veille sur toutes choses (ép. de Zeus);
2 éclaireur, espion.
Étymologie: διόψομαι, v. διοράω.