δίπαλτος
English (LSJ)
ον,
A brandished with both hands, ξίφη E.IT323; δ. πῦρ lightning hurled by Zeus with both hands, i. e. with all his might, Id.Tr.1103 (lyr.); πᾶς . . στρατὸς δίπαλτος ἄν με χειρὶ φονεύοι all the host would kill me with sword brandished in both hands, i. e. with all their might, S.Aj.408 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 639] zwiefach geschlungen; πᾶς στρατὸς δίπαλτος ἄν με χειρὶ φονεύοι Soph. Ai. 402, nach den Schol. entweder ἀμφοτέραις χερσί, παντὶ σθένει, oder λαβὼν τὰ δίπαλτα δοράτια, wie noch Sp. das Wort erkl., mit zwei Wurfspießen bewaffnet; richtiger wohl: das doppelt angetriebene Heer, mit Rücksicht auf die beiden Atriden, welche das Heer wie ein Geschoß auf den Ajas schleudern; ξίφη, mit beiden Händen oder von den Beiden (Orest und Pylades) geschwungene Schwerter, Eur. I. T. 323; πῦρ, der wie mit beiden Händen gewaltig geschwungene Blitz, Troad. 1104.
Greek (Liddell-Scott)
δίπαλτος: -ον, παλλόμενος δι’ ἀμφοτέρων τῶν χειρῶν, δ. ξίφη, δύο ξίφη, δύο ἀνδρῶν ὑψωμένα ξίφη, Εὐρ. Ι. Τ. 312· δ. πῦρ, κεραυνὸς ἐξακοντιζόμενος ὑπὸ τοῦ Διὸς ἀμφοτέραις ταῖς χερσί, δηλ. παντὶ σθένει, ὁ αὐτ. Τρῳ. 1104. ΙΙ. ἐν Σοφ. Αἴ. 402, πᾶς… στρατὸς δίπαλτος ἄν με χειρὶ φονεύοι, ὅλος ὁ στρατὸς ἤθελε μὲ φονεύσει ἕκαστος μὲ δύο λόγχας (ὡς παρ’ Ὁμ. δύο δοῦρε ἔχων) δηλ. ἕκαστος μὲ ὅλην του τὴν δύναμιν· πρβλ. δορίπαλτος, τρίπαλτος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 brandi ou lancé à deux mains ; lancé par deux mains, càd par deux personnes : δίπαλτα ξίφη EUR les deux épées;
2 qui lance des traits de deux côtés.
Étymologie: δίς, πάλλω.