εἶλαρ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
English (LSJ)
τό, used only in nom. and acc. sg.,
A covering, shelter, defence, εἶ. νηῶν τε καὶ αὐτῶν shelter for ship and crew, Il.7.338, etc.; κύματος εἶ. fence against the waves, Od.5.257. (ϝέλϝαρ, cf. ἔλαρ Hsch., εἴλω.)
German (Pape)
[Seite 728] ατος, τό, Bedeckung, Schutzwehr; νηῶν, für die Schiffe, Il. 7, 338; κύματος, gegen die Woge, Od. 5, 257.
Greek (Liddell-Scott)
εἶλαρ: τό, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ. καὶ αἰτ. τοῦ ἑνικοῦ: (εἴλω): - ἕρκος, φραγμός, σκέπη, φυλακή, ἀσφάλεια, εἶλαρ νηῶν τε καὶ αὐτῶν Ἰλ. ΙΙ. 338, κτλ.· κύματος εἶλαρ ἔμεν, «πρὸς ἀσφάλειαν καὶ πρὸς τὸ ἀπείργειν τὸ κῦμα λυόμενον ἐκεῖσε εἰς ἀφρὸν» (Εὐστ.), Ὀδ. Ε. 257.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
seul. nom. et acc. sg.
enveloppe ; abri : νηῶν IL pour les vaisseaux ; κύματος OD contre les flots.
Étymologie: εἴλω.