Ἑκαταῖος
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
α, ον,
A of Hecate, μαγίδες S.Fr.734. II Ἑκάταιον or Ἑκάτειον (cj. in Ar.V.804, cf. Suid.), τό, statue or chapel of Hecate, placed at the entrance of houses or where three roads meet (ἐν τριόδοις), Ar.l.c., Ra.366, cf. Hsch. 2 Ἑκαταῖα, τά, v. Ἑκάτη II.
Greek (Liddell-Scott)
Ἑκᾰταῖος: -α, -ον, ὁ τῆς Ἑκάτης, Σοφ. Ἀποσπ. 651. ΙΙ. Ἑκάταιον ἢ Ἑκάτειον (Δινδ. Ἀριστοφ. Σφ. 804), τό, ἱερὸν ἢ ἄγαλμα Ἑκάτης ἱδρυμένον ἐν τοῖς προθύροις οἰκίας ἢ ἐν τριόδοις, Ἀριστοφ. Ἀσπ. 804, Βάτρ. 366, Λυσ. 64· ἴδε Ἡσύχ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 594. 2) Ἑκαταῖα, τά, ἴδε ἐν λ. Ἑκάτη ΙΙ.
French (Bailly abrégé)
1α, ον :
d’Hécate.
Étymologie: Ἑκάτη.
2ου (ὁ) :
Hécatée :
1 Hécatée de Milet, historien;
2 autres.
Étymologie: Ἑκάτη.