εἰσηγητής
From LSJ
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who brings in, author, τῶν κακῶν τῷ δήμῳ Th.8.48, cf. Hyp.Epit.3, Arist.Ath.27.4, Aeschin.1.172, Ph. 1.103, al., Luc.Anach.14, etc.
German (Pape)
[Seite 743] ὁ, der Einführer; ἐπιτηδευμάτων Luc. Anach. 14; der Veranlasser, Urheber, κακῶν Thuc. 8, 48; τοιούτων ἔργων καὶ διδάσκαλος Aesch. 1, 172; καὶ σύμβουλος Plut. educ. lib. 14.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσηγητής: -οῦ, ὁ, ὁ εἰσηγούμενος, προτείνων, αἴτιος, κακῶν τινι Θουκ. 8. 48· πρβλ. Αἰσχίν. 24. 29, κτλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
anc. att. ἐσηγητής;
qui introduit, qui est la cause de, auteur.
Étymologie: εἰσηγέομαι.