εἰσηγητής
English (LSJ)
εἰσηγητοῦ, ὁ, one who brings in, author, τῶν κακῶν τῷ δήμῳ Th.8.48, cf. Hyp.Epit.3, Arist.Ath.27.4, Aeschin.1.172, Ph. 1.103, al., Luc.Anach.14, etc.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
• Alolema(s): ἐσ- Th.8.48
1 inductor, instigador c. gen. τῶν κακῶν τῷ δήμῳ Th.l.c., μοχθηρῶν ... ἐθῶν Lycurg.Fr.63, cf. Aeschin.1.172, τοῦ τολμήματος I.AI 17.157, τῆς πρὸς ἀλλήλους φιλίας D.C.46.28.2, cf. 52.41.2.
2 introductor, fundador, iniciador c. gen. καλῶν ἔργων εἰ. ... θεός D.S.2.38, τοῦτων el canto y el baile por parte de Sileno, D.S.4.4.3, cf. I.Ap.293, Corp.Herm.Fr.23.68, τοῦ σιτωνικοῦ ταμιείου IG 22.3504.2 (I a./d.C.), (τῶν σκωμμάτων) Luc.Nau.19, τοῦ δόγματος Plu.2.620b, cf. Origenes Princ.4.1.1, c. gen. y dat. de pers. ἀρίστων ἡμῖν μαθημάτων εἰ. Cyr.Al.Luc.1.27.17.
3 consejero, inspirador de un político, un rey, etc. τῶν πολλῶν εἰ. ... τῷ Περικλεῖ consejero de Pericles en la mayoría de las cosas Arist.Ath.27.4, cf. D.S.1.73, τῆς ... προαιρήσεως εἰ. τῇ πόλει ἐγένετο Hyp.Epit.3, ἐπιτηδευμάτων ὠφελίμων de Solón, Luc.Anach.14, (βασιλεύς) νόμων ... ἀνομίας ἐστὶν εἰ. Ph.1.103, cf. 2.281.
4 en el Egipto rom. proponente ante el senado local de resoluciones o candidatos a cubrir puestos POxy.1416.1, Stud.Pal.20.60.17, SB 10734.8 (todos III d.C.), POxy.3187.11 (III/IV d.C.).
German (Pape)
[Seite 743] ὁ, der Einführer; ἐπιτηδευμάτων Luc. Anach. 14; der Veranlasser, Urheber, κακῶν Thuc. 8, 48; τοιούτων ἔργων καὶ διδάσκαλος Aesch. 1, 172; καὶ σύμβουλος Plut. educ. lib. 14.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
anc. att. ἐσηγητής;
qui introduit, qui est la cause de, auteur.
Étymologie: εἰσηγέομαι.
Russian (Dvoretsky)
εἰσηγητής: староатт. ἐσηγητής, οῦ ὁ зачинщик, зачинатель, виновник (κακῶν Thuc.; τοιούτων ἔργων Aeschin.; μοχθηρῶν ἐθῶν Plut.; ἐπιτηδευμάτων Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰσηγητής: -οῦ, ὁ, ὁ εἰσηγούμενος, προτείνων, αἴτιος, κακῶν τινι Θουκ. 8. 48· πρβλ. Αἰσχίν. 24. 29, κτλ.
Greek Monolingual
ο (θηλ. εισηγήτρια, η) (AM εἰσηγητής)
αυτός που υποβάλλει ή διατυπώνει γραπτή ή προφορική εισήγηση για κάποιο θέμα
νεοελλ.
1. αυτός που εισάγει προς συζήτηση νομοθέτημα, πρόταση, σχέδιο αποφάσεως κ.λπ. στη βουλή, σε σύλλογο, συμβούλιο, σωματείο κ.λπ.
2. ο δικαστής, μέλος πολυμελούς δικαστηρίου, στον οποίο χρεώνεται δικογραφία να τή μελετήσει και να συντάξει εισήγηση
3. στρατιωτικός δικαστικός σύμβουλος που εκτελεί χρέη τακτικού ανακριτή
4. βαθμός της υπαλληλικής ιεραρχίας μεταξύ γραμματέως α' τάξεως και τμηματάρχη β' τάξεως
αρχ.
1. πρωτεργάτης, πρωταίτιος
2. αυτός που πρώτος εισάγει ή καθιερώνει κάτι.
Greek Monotonic
εἰσηγητής: -οῦ, ὁ, αυτός που εισάγει, εισηγητής, πρωταίτιος, κακῶν, σε Θουκ.
Middle Liddell
εἰσηγητής, οῦ, [from εἰσηγέομαι
one who brings in, a mover, author, κακῶν Thuc.
English (Woodhouse)
initiator, instigator, introducer, prime mover