ἐκπατάσσω
ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple
English (LSJ)
A strike, afflict, τινὰ κακοῖσι E.HF890 (-πετάσουσιν codd.) : metaph., γρηῢν βροντῆς ἐξεπάταξε φόβος AP9.309 (Antip. <Thess.>):—Pass., φρένας ἐκπεπαταγμένος stricken in mind, Od.18.327 ; ἐξεπατάχθη· ἐξεπλάγη, Hsch.
German (Pape)
[Seite 771] hinausstoßen, -schlagen, und übertr., wie ἐκπλήσσω, außer Fassung setzen, erschrecken, Eur. Herc. Fur. 888, wie Antipat. Sid. 109 (IX, 309); pass., φρένας ἐκπεπαταγμένος ἐσσί, ganz verrückt, Od. 18, 327.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπᾰτάσσω: μέλλ. -ξω, πατάσσω, καταβάλλω, τινὰ κακοῖσι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 888· μεταφ., ὡς τὸ ἐκπλήσσω, γρηῢν... ἐξεπάταξε φόβος, ἐξέπληξεν, Ἀνθ. Π. 9. 309: - Παθ., φρένας ἐκπεπαταγμένος, «ἐκπεπληγμένος καὶ ἐμβρόντητος» (Εὐστ.), «ἄφρων» (Σχόλ.), Ὀδ. Σ. 327.
French (Bailly abrégé)
accabler, abattre : φρένας ἐκπεπαταγμένος OD dont l’esprit est accablé.
Étymologie: ἐκ, πατάσσω.