ἐλεγεῖον

From LSJ
Revision as of 19:53, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_2)

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐλεγεῖον Medium diacritics: ἐλεγεῖον Low diacritics: ελεγείον Capitals: ΕΛΕΓΕΙΟΝ
Transliteration A: elegeîon Transliteration B: elegeion Transliteration C: elegeion Beta Code: e)legei=on

English (LSJ)

τό,

   A distich consisting of hexameter and pentameter, Critias 4.3D., Th.1.132, Arist.Po.1447b12.    II in pl., ἐλεγεῖα, τά, elegiac poem or inscription, merely in reference to the metre, not to the subject, Pl.R.368a, Arist.Rh.1375b32, Lycurg.142, D.59.98; even in two hexameters, Pherecr.153.7; sg., Ps.-Hdt.Vit.Hom.36.    2 later, lament, elegy, Paus.10.7.5, Luc.Tim.46; cf. ἐλεγεῖα· τὰ ἐπιτάφια ποιήματα, Hsch.: in sg., D.S.11.14, D.H.1.49, Plu.Them.8, etc.    III a single line in an elegiac inscription, prop. the pentameter, Id.2.1141a, Heph.15.14.

German (Pape)

[Seite 793] τό, eigentl. adj., sc. μέτρον od. ähnl., – a) Pentameter; Critia. frg. 3; Plut. music. 28; Choerobosc. in B. A. 1383 u. a. Gramm. Nach Draco p. 161 τὸ ἐλεγεῖον σύγκειται ἐκ δύο δακτυλικῶν πενθημιμερῶν; vgl. Hephaest. p. 92. – b) Distichon; im sing., Thuc. 1, 132 Plat. Hipparch. 228 d; gew. im plur., mehrere zu einem Ganzen verbundene Distichen (nach Hephaest. ἑξαμέτρου πρὸς πεντάμετρον κοινωνία), Rep. II, 368 a u. Folgde; der plur. von einem Distichon, Dem. 59, 98. Den sing. brauchen Strab., Dion. Hal. 1, 49, D. Sic. 11, 14, Plut. Themist. 8 u. a. Sp. für mehrere Distichen. Erst bei Sp. = Klagelied, Paus. 10, 7, 6 Luc. Tim. 46. – c) weil das Distichon das gewöhnliche Metrum zu Inschriften, bes. auf Grabmälern war, Lycurg. 142, übh. = poetische Inschrift, auch in Hexametern, Sp., wie Herod. vit. Hom. 36.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλεγεῖον: τό, δίστιχον συνιστάμενον ἐξ ἑνὸς στίχου ἑξαμέτρου καὶ ἑνὸς πενταμέτρου, τὸ μέτρον τῆς ἐλεγείας, Κριτίας 3. 3, Θουκ. Ι. 132, Ἀριστ. Ποιητ. 1, 9. ΙΙ. κατὰ πληθ., ἐλεγεῖα, τά, ἐλεγειακὸν ποίημα, τοῦ ὀνόματος ἀναφερομένου εἰς τὸ μέτρον, οὐχὶ δὲ εἰς τὸ περιεχόμενον, Πλάτ. Πολ. 368Α, Ἀριστ. Ρητ. 1. 15, 13, κ. ἀλλ.· (βραδύτερον παρὰ μεταγεν., θρῆνος, θρηνητικὸν ᾆσμα, Παυσ. 107. 5, Λουκ. Τίμ. 46): ― οὕτω καὶ ἐν τῷ ἑνικῷ, Διον. Ἁλ. 1. 49, Πλουτ. Θεμ. 8, κτλ.: οὕτω καὶ ἐλεγεία, ἡ, Στράβων 604, Πλουτ. Σόλων 8, κτλ.· πρβλ. Μυλλέρου Ἱστ. Ἑλλ. Φιλολογ., μετάφρ. Κυπρ., τ. Α΄, σ. 146. ΙΙΙ. εἷς στίχος ἐν ἐλεγειακῇ ἐπιγραφῇ, κυρίωςπεντάμετρος, Πλούτ. 2. 1141Α, Δράκων, Ἡφαιστίων: - πληθ. ἐπιγραφὴ ἢ ἐπίγραμμα εἰς ἐλεγειακοὺς στίχους, Λυκοῦργ. 168. 10, Δημ. 1378. 13· ἢ καὶ εἰς δύο ἑξαμέτρους στίχους, Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 3, 7, Βίος Ὁμ. 36. - Κυρίως, οὐδ. τοῦ ἐλεγεῖος, ἐξυπακουομ. τῆς λέξεως μέτρον ἐν τῇ σημασ. Ι, ἔπος ἐν τῇ σημασ. ΙΙ, Francke εἰς Καλλῖν. σ. 53, 58.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
s.e. μέτρον;
mètre élégiaque :
I. propr. le pentamètre;
II. p. suite
1 distique (formé d’un hexamètre et d’un pentamètre) ou pièce entière en distiques;
2 p. ext. épitaphe en distiques;
3 postér. chant de deuil, élégie.
Étymologie: neutre de ἐλεγεῖος.