ἑλκύδριον
From LSJ
ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest
English (LSJ)
τό, Dim. of ἕλκος,
A slight sore, Hp.Art.63, Ar.Eq.907. II = κάδος, Dionys.Trag.12.
German (Pape)
[Seite 799] τό, dim. von ἕλκος, kleine Wunde, kleines Geschwür, bes. kleine Blasen in der Haut, Hippocr., Ar. Equ. 907 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλκύδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἕλκος, μικρὰ πληγή, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 829, Ἀριστοφ. Ἱππ. 907.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite blessure, petit ulcère.
Étymologie: ἕλκος.