ῥεκτήρ
From LSJ
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (ῥέζω)
A worker, doer, like Homer's πρηκτήρ, κακῶν Hes.Op.191. 2 c. gen. objecti, worker in a thing, χρυσοῖο Man.1.297, cf. 4.149.
German (Pape)
[Seite 837] ῆρος, ὁ, der Thäter; κακῶν Hes. O. 193; sp. D., wie Maneth. 4, 149. 229.
Greek (Liddell-Scott)
ῥεκτήρ: ῆρος, ὁ, (ῥέζω) ὁ πράττων, ἐργαζόμενος, ὡς τὸ τοῦ Ὁμήρου πρηκτήρ, κακῶν ῥεκτῆρα, ἐργάτην κακῶν, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 189· ἀρετῆς Κλήμ. Ἀλ. 313 2) μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμένου, ὁ ἐργαζόμενος εἴς τι πρᾶγμα, χρυσοῖο Μανέθων 1. 297, πρβλ. 4. 149.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m;
c. ῥέκτης.