σύμπυκνος
From LSJ
τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants
English (LSJ)
ον,
A pressed together, compressed, tight, X.Eq.10.10.
German (Pape)
[Seite 990] dicht oder eng zusammengedrängt, Xen. equ. 10, 10.
Greek (Liddell-Scott)
σύμπυκνος: -ον, πολὺ πυκνός, κατάπυκνος, σφικτός, Ξεν. Ἱππ. 10, 10.