πολύαγρος
From LSJ
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
English (LSJ)
ον,
A catching much game, AP6.184 (Zos., Comp.).
German (Pape)
[Seite 659] auf der Jagd viel fangend, πολυαγρότερον αὐτὸν θές Zosim. 2 (VI, 184).
Greek (Liddell-Scott)
πολύαγρος: -ον, (ἄγρα) ὁ συλλαμβάνων πολλὴν ἄγραν, Ἀνθ. Π. 6. 184.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui prend beaucoup de gibier.
Étymologie: πολύς, ἄγρα.