τρίπος
From LSJ
κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life
English (LSJ)
[ῐ], ὁ, poet. for sq., nom. sg., Il.22.164, Hes.Sc.312, IG4.801 (Troezen, vi B. C.) (v. τρίπους fin.); acc.
A τρίπον AP3.6 (Inscr. Cyzic.); neut. τρίπον ib.14.64; gen. τρίπου EM20.18.
German (Pape)
[Seite 1146] ὁ, poet. statt τρίπους; Il. 22, 164; Hes. Sc. 312; Jac. A. P. p. 1055.
Greek (Liddell-Scott)
τρίπος: -ου, ὁ, ποιητ. ἀντὶ τρίπους, τὸ δὲ μέγα κεῖται ἆθλον, ἢ τρίπος ἠὲ γυνή, ἀνδρὸς κατατεθνηῶτος Ἰλ. Χ. 164, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 312· αἰτ. τρίπον Ἀνθ. Π. 3. 6· οὐδ. τρίπον, Αἴνιγμα τῆς Σφιγγὸς ἐν τῇ γ΄ Ὑποθέσει εἰς Σοφ. Οἰδ. Τύρ., μνημονεύεται καὶ γεν. τρίπου παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμ.
French (Bailly abrégé)
(ὁ) :
seul. nom.
poét. c. τρίπους.